φωτοπλήξ

φωτοπλήξ
φωτο-πλήξ, πλῆγος, , ,
A smiting with rays of light, PMag.Par. 1.2242.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φωτοπλήξ — πλῆγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που πλήττει κάποιον ή κάτι με ακτίνες φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οἰστρο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”